Η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία – η λεγόμενη «Μεταπολίτευση» – φαίνεται να έχει κλείσει τον κύκλο της.
Στις μέρες μας, όπως έγραψε ο Αντόνιο Γκράμσι, «Ο παλιός κόσμος πεθαίνει και ο νέος κόσμος πασχίζει να γεννηθεί … τώρα είναι η εποχή των τεράτων». Η εποχή των τεράτων – ο ορισμός που ο Γκράμσι δίνει στον όρο «κρίση» – οριοθετείται ανάμεσα στο θάνατο του παλιού και στη γέννηση του καινούργιου. Είναι το λεγόμενο «κενό» εξουσίας, σκοπού, νοήματος, οράματος.
Είναι η εποχή που η Ελλάδα ζει σήμερα, η εποχή που η Ελλάδα αλλάζει.
Όμως, Όταν οι συμμετρίες καταρρέουν, κανείς δεν γνωρίζει εξ αρχής τις συντεταγμένες των δεδομένων που θα προκύψουν, ούτε καν οι αυριανοί τους πρωταγωνιστές.Ένα νέο κεφάλαιο, νομοτελειακά, θα ανοίξει. Η Δ’ Ελληνική Δημοκρατία βρίσκεται προ των πυλών με χαρακτηριστικά που τώρα διαμορφώνονται.
Καθήκον της πολιτικής τάξης, κάθε υπεύθυνης ηγεσίας, είναι να σχεδιάσει και να υλοποιήσει αυτή τη μετάβαση, με γνώμονα τις ερχόμενες γενιές και το εθνικό συμφέρον. Η μετάβαση αυτή απαιτεί να απαντήσουμε σε δύο μείζονα ερωτήματα:
Ώστε, από των Ελλάδα των δανεικών(;) να φθάσουμε στην Ελλάδα που παράγει!
Έχουν ψηφισθεί από την Ελληνική Βουλή, τον μόνο γνήσιο και νόμιμο εκφραστή της βούλησης του ελληνικού λαού, και κανείς από τους συμμετέχοντες στο πολιτικό σύστημα, δεν μπορεί να προσποιείται ότι δεν τις ξέρει. Το να τιμήσουμε απόλυτα την υπογραφή μας τηρώντας τα συμφωνηθέντα αποτελεί συνθήκη επιβίωσης, προϋπόθεση ελπίδας αλλά και ζήτημα εθνικής αξιοπρέπειας.
Όμως, το Μνημόνιο δεν είναι γραμμένο σε γρανίτη. Σε ό,τι αφορά τα μέσα για την επίτευξη των στόχων – τα λεγόμενα «δημοσιονομικά ισοδύναμα» – αυτά πρέπει να εξετάζονται συνεχώς κάτω από τη διαρκή μεταβολή των οικονομικών παραμέτρων.
Δεν νοείται πλέον μείωση δαπανών με οριζόντιο τρόπο, η οποία επηρέασε αρνητικά, τόσο τη ζωή κάθε Έλληνα και Ελληνίδας όσο και τη δυνατότητα παροχής δημοσίων αγαθών.
Για κάθε αύξηση ή μείωση, είναι αναγκαίο να παρουσιάζεται στη Βουλή η προσδοκώμενη επίδραση – ο «πολλαπλασιαστής» – στο ΑΕΠ, καθώς μειώνοντας τις δαπάνες (π.χ.μισθοί), συχνά μειώνονται και τα οφέλη μέσω της μειωμένης φορολογικής βάσης, της μειωμένης αγοραστικής κίνησης και των υψηλότερων δαπανών για την στήριξη των ανέργων. ‘Η αυξάνοντας έσοδα (π.χ. ΦΠΑ), συχνά αυξάνεται η διαρροή εσόδων.
Επιβάλλεται σοβαρή μελέτη, δαπάνη προς δαπάνη, το ποιες δραστηριότητες μεγεθύνουν σημαντικά το ΑΕΠ, ποιες είναι υπαρξιακά αναγκαίες και ποιες είναι οι σχετικά περιττές. Πρέπει να εμβαθύνουμε στην ποιότητά τους και να ακολουθούμε επιλεκτικές και στοχευμένες παρεμβάσεις εξορθολογισμού των δαπανών. Ο παράλογα εύκολος δρόμος των οριζόντιων περικοπών έφτασε σε αδιέξοδο. Κάθε μείωση δαπάνης και κάθε νέα πηγή εσόδου πρέπει να συνοδεύεται από τον πολλαπλασιαστή της στο ΑΕΠ.
Κανείς δεν έχει πλέον τη δικαιολογία του αιφνιδιασμού και του επείγοντος. Τώρα όλοι γνωρίζουμε, άρα χρειάζεται σχέδιο με μετρήσιμους στόχους – άμεση δράση – απολογισμός με συγκεκριμένα αποτελέσματα.
Γνωρίζουμε επίσης ότι στη χώρα μας, δυστυχώς, δεν αρκεί η ψήφιση ενός νόμου για να κατοχυρωθεί η εφαρμογή του. Νοοτροπίες και συμπεριφορές δεκαετιών καθιστούν ένα μείζον στοίχημα για την Δ’ Ελληνική Δημοκρατία την εφαρμογή των νόμων σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής.
Για να μπορέσει η χώρα να πορευτεί με ασφάλεια στο μέλλον απαιτείται η ύπαρξη στιβαρής εκτελεστικής εξουσίας που ταυτίζει τη λειτουργία της Δημοκρατίας με την πιστή τήρηση των νόμων.
Η χώρα βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά, αλλά και σε μια συγκυρία που οι χάρτες επανασχεδιάζονται από το μηδέν.
Τα καύσιμα της δημιουργίας είναι η Προοπτική, η Έμπνευση και η Ελπίδα. Τίποτε από αυτά δεν υπάρχει σήμερα. Και αυτή είναι η ευθύνη μας.
Υπάρχει, όμως, η αναγκαιότητα οριζόντιας αλλαγής φιλοσοφίας, πολιτικής και πράξης σε τρία θέματα: Εμπιστοσύνη, Παιδεία, Ηλεκτρονική Διακυβέρνηση.
Αλλάζουμε τρόπο σκέψης, αλλάζουμε τον τρόπο που βλέπουμε και κατανοούμε τον κόσμο και εμάς τους ίδιους.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι κορυφαίο πρόβλημα για την χώρα. Τροφοδοτεί την πολυνομία με λεπτομερέστατους νόμους, πολλαπλά επίπεδα ελέγχων και τελικά παράγει γραφειοκρατία και διαφθορά. Χρειαζόμαστε αλλαγή φιλοσοφίας και υποδείγματος.
«Το Κράτος θεωρεί τον πολίτη αθώο και όχι ένοχο μέχρι αποδείξεως του εναντίου».
Οι πολιτικές σε επιμέρους τομείς όπως η επιχειρηματικότητα, η συναλλαγή με το Δημόσιο, η φορολογία, η δικαιοσύνη, πρέπει να περάσουν, από τη λεπτομερή νομοθέτηση και τα πολλά σώματα ελέγχου, σε εμπιστοσύνη στην υπογραφή του πολίτη και σε δειγματοληπτικούς ελέγχους που οδηγούν στην παραδειγματική τιμωρία.
Το Κράτος εμπιστεύεται την υπογραφή του πολίτη σε όλους τους τομείς. Αν ο πολίτης δεν τιμήσει την υπογραφή του, καταχρώμενος την εμπιστοσύνη του Κράτους, η τιμωρία θα είναι παραδειγματική.
Στην Παιδεία, απαιτείται αντίστοιχη αλλαγή υποδείγματος. Τα δυόμιση τελευταία χρόνια έχουν γίνει ή έχουν δρομολογηθεί θεμελιώδεις αλλαγές στο εκπαιδευτικό μας σύστημα, σε όλες τις βαθμίδες του καθώς επίσης στην έρευνα και την δια βίου μάθηση. Ριζικές είναι οι αλλαγές και στα θέματα που αφορούν τους λειτουργούς της εκπαίδευσης με θέσπιση αξιοκρατικών και αντικειμενικών διαδικασιών που τους απαλλάσσουν από παρεμβάσεις αρμοδίων και μη.
Όλες αυτές οι αλλαγές, που έχουν υλοποιηθεί ήδη στα μέσα της κανονικής θητείας μιας Κυβέρνησης, υπερκαλύπτουν θεσμικά τις προγραμματικές δηλώσεις της και τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει. Μαζί με αλλαγές, αυτής της κλίμακας, προφανώς υπήρξαν και λάθη και αστοχίες, που προκύπτουν στην φάση της εφαρμογής και τότε επανεξετάζονται.
Σταθερή πεποίθησή μου είναι ότι η Παιδεία είναι προϋπόθεση για την ανάδειξη των πλεονεκτημάτων του λαού μας και για την αντιμετώπιση πάγιων μειονεκτημάτων. Είναι το εκπαιδευτικό σύστημα που μπορεί να αναδείξει και πρέπει να απελευθερώσει εγκλωβισμένες δυνάμεις.
Οι αλλαγές στην Παιδεία είναι ιστορικά – και σε όλες τις χώρες – οι πιο δύσκολες, οι πιο σημαντικές, οι πιο χρονοβόρες και εκείνες που πάντα αποδίδουν μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα και ποτέ βραχυπρόθεσμα. Σπάνια ένας Υπουργός προλαβαίνει να δει το αποτέλεσμα της δουλειάς του και γι’ αυτό αποφεύγουν ριζικές αλλαγές. Οι μεταρρυθμίσεις που νομοθετήθηκαν και προχωρούν, σε όλες τις βαθμίδες, θέλουν επιμονή στη συναίνεση, συνέχεια και χρόνο. Όμως τις οφείλουμε στα παιδιά μας και τη Χώρα.
Η χώρα έχει ευρωπαϊκό προσανατολισμό και παραμένει στο Ευρώ. Πρόκειται για κορυφαία εθνική επιλογή που έχει ως προϋπόθεση την πλήρη εφαρμογή του σχεδίου δημοσιονομικής εξυγίανσης και σταθερότητας.
Το μνημόνιο δεν είναι το σχέδιο για τη χώρα, δεν είναι η λύση των προβλημάτων μας. Αλλά χωρίς την επιτυχή εφαρμογή του, δεν θα υπάρξει σχέδιο για τη χώρα. Χρειάζεται μεγάλη καθημερινή προσπάθεια στο εσωτερικό, για να τιμήσουμε την υπογραφή μας. Παράλληλα, προϋποθέτει την ενεργή συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή διαπραγμάτευση. Αυτό σημαίνει μια νέα αρχιτεκτονική συμμαχιών που δεν μπορεί να είναι μόνο με τις χώρες του Νότου. Οι κατευθύνσεις για πολιτικές που πρέπει να συνδιαμορφώσουμε είναι:
• Άμεση εκλογή Προέδρου της ΕΕ από τους πολίτες και νομιμοποίηση των δημοκρατικών θεσμών της Ευρώπης, για την αποτροπή μονοκρατορικών αντιλήψεων.
• Ολοκλήρωση της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης.
• Νέος ρόλος για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, η οποία πρέπει να διατηρήσει την αυτονομία της αλλά, ταυτόχρονα, να μπορεί να εκδώσει χρήμα.
• Δημιουργία ευρωπαϊκού οργανισμού αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας χωρών και επιχειρήσεων.
• Επιβολή φόρου στις χρηματοοικονομικές συναλλαγές.
Είναι εξελίξεις που έρχονται, και είναι απαραίτητη η στενή παρακολούθηση και η ταχύτατη παρέμβαση σε αυτές, ώστε η Ελλάδα όχι μόνο να αποδείξει ότι είναι μια υπεύθυνη και συνεπής χώρα – μέλος που έχει άποψη και θέση για το μέλλον της Ευρώπης, αλλά να προωθήσει και θέσεις που υπηρετούν τα εθνικά της συμφέροντα.
Το κύριο πρόβλημα της Χώρας είναι η αποδιάρθρωση της παραγωγικής της δυνατότητας!
Η πυξίδα της ανάπτυξης πρέπει να αλλάξει κατεύθυνση. Ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να είναι ο εθνικός αυτοσκοπός. Οι νέοι άνθρωποι και ο εξωστρεφής ιδιωτικός τομέας είναι οι δυνάμεις της νέας εποχής.
Η Ελλάδα, εδώ και δεκαετίες, έχει κάνει σημαντικές, αλλά όχι επιτυχείς προσπάθειες σε τομείς που έχει συγκριτικά πλεονεκτήματα όπως: ο τουρισμός, η ενέργεια, η ναυτιλία. Δεν είναι οι μόνοι τομείς και είναι σαφές ότι λειτουργήσαμε κατά κανόνα με τρόπο επιφανειακό, χωρίς μακροχρόνιο σχεδιασμό και γι’ αυτό ακριβώς είχαμε περιορισμένα αποτελέσματα. Χρειάζεται και εδώ, αλλαγή υποδείγματος στην κατεύθυνση.
Η κρίση έχει αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων και τη σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας. Η μεγάλη και ευημερούσα μεσαία τάξη συρρικνώνεται απότομα, ενώ οι ομάδες αποκλεισμένων μεγαλώνουν καθημερινά. Χρειάζεται πολύ διαφορετικός πολιτικός σχεδιασμός σε σχέση με το παρελθόν. Η Πολιτεία οφείλει να προσφέρει ίσες ευκαιρίες και δυνατότητες σε όλους και να εστιάζει την παρέμβασή της πρώτα στους μη προνομιούχους, ώστε να δοθεί η δυνατότητα ένταξης, και μετά στις υπόλοιπες ομάδες του πληθυσμού. Οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι, σε αυτή τη μεταβατική φάση, θα πρέπει να αξιοποιηθούν με τρόπο που δεν θα καταστραφούν ανθρώπινες ζωές.
Σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να γίνει σαφές ότι τα δημόσια αγαθά δεν είναι δωρεάν. Το κόστος τους επιβαρύνει το σύνολο της κοινωνίας. Τα δημόσια αγαθά δεν ανήκουν σε αυτούς που φέρουν την ευθύνη παραγωγής και διανομής τους, αλλά στο σύνολο του ελληνικού λαού. Τα δικαιώματα δεν υφίστανται εν κενώ αλλά συνδέονται με υποχρεώσεις, που ο καθένας από εμάς φέρει ως πολίτης.
Πολίτης, όμως, που ζει σε κλίμα ανασφάλειας και φόβου, με τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης, της ανεργίας και της μείωσης του εισοδήματος και της σύνταξής του να επικρέμεται, δεν είναι ένας ελεύθερος πολίτης. Εκεί όπου υπάρχει φόβος και ανασφάλεια δεν υπάρχει ψύχραιμη κρίση.
Πολιτικές για τη σφυρηλάτηση της κοινωνικής συνοχής:
• Από επίδομα ανεργίας σε επίδομα εργασίας:
Κίνητρα για συμμετοχή των ανέργων σε δραστηριότητες κοινωνικής προσφοράς, με στόχο την προσφορά τους στην κοινωνία και τη μη αποκοπή τους από τον παραγωγικό ιστό.
• Ασφαλιστικό με γνώμονα τη νέα γενιά:
Ένωση ταμείων (ευγενών και μη) και άμεση ένταξη όλων των κατηγοριών ασφαλισμένων στο καθεστώς του νόμου, χωρίς εξαιρέσεις, για να ολοκληρωθεί η ασφαλιστική μεταρρύθμιση. Η απόσυρση της μεταρρύθμισης Γιαννίτση το 2001, δείχνει τη λογική «αμεριμνησίας και υποκρισίας» που επικράτησε απέναντι ακόμη και στα ίδια μας τα παιδιά. Αυτό δεν πρέπει να επαναληφθεί. Ο ανορθολογισμός και η πελατειακή λειτουργία στο ασφαλιστικό σύστημα είναι από τα μεγαλύτερα εγκλήματα εναντίον της χώρας και των πολιτών της, τινάζει στον αέρα τον προϋπολογισμό και δημιουργεί τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις γενιές.
• Δημιουργία «Κοινωνικής Τράπεζας»:
Οι σημερινές δομές Πρόνοιας και Αλληλεγγύης δεν είναι αρκετές. Χρειάζονται δίκτυα κοινωνικής υποστήριξης με συνεργασία του Δημόσιου τομέα, της κοινωνίας των πολιτών αλλά και των δικτύων κοινωνικής εταιρικής ευθύνης. Η δημιουργία μιας «Κοινωνικής Τράπεζας» – δομών, πόρων και ανθρώπων οικονομικής βοήθειας αλλά και εθελοντικής προσφοράς – η οποία θα συγκεντρώσει όλα τα επιμέρους ποσά που διαθέτει το Κράτος για επιδοτήσεις Μ.Κ.Ο. μπορεί να είναι μια πειστική απάντηση στα τεράστια ανθρώπινα και κοινωνικά προβλήματα που παράγει η κρίση. Η ελπίδα, που διαφαίνεται σε κάθε γωνιά της Ελλάδας από τη συσπείρωση ατόμων και ομάδων για προσφορά, πρέπει να πάρει χαρακτηριστικά οργάνωσης και πολλαπλασιαστικού αποτελέσματος.
• Αντιμετώπιση της παράνομης μετανάστευσης:
Η παράνομη μετανάστευση δημιουργεί ανθρώπινα ράκη και συσσώρευση ανθρώπων σε άθλιες συνθήκες. Κυρίως όμως προκαλεί κατάρρευση της καθημερινότητας ολόκληρων περιοχών, όπως το κέντρο της Αθήνας, ανασφάλεια για την ζωή και την περιουσία των κατοίκων.
Χρειάζονται δραστικές παρεμβάσεις, όπως η υποχρεωτική μεταφορά των παράνομων μεταναστών σε κέντρα φιλοξενίας και στις 13 Περιφέρειες της χώρας, με την προοπτική απέλασής τους. Πάνω απ’ όλα η επίλυση του ζητήματος με την Ευρωπαϊκή Ένωση για την τροποποίηση των σχετικών ευρωπαϊκών συμφωνιών και συνθηκών.
Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι τόσο οικονομικό, όσο θεσμικό και πολιτικό. Οι θεσμικές πρωτοβουλίες που χρειαζόμαστε για να οδηγηθούμε στην Δ’ Ελληνική Δημοκρατία περιλαμβάνουν σειρά καταλυτικών δράσεων που πρέπει άμεσα να γίνουν:
• Συνταγματική Μεταρρύθμιση:
Η αναθεώρηση του Συντάγματος, όχι ως άλλοθι, αλλά με στόχο την αλλαγή θεσμικού και πολιτικού υποδείγματος είναι αναγκαία.
Χρειαζόμαστε ένα Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα με στροφή από το πρωθυπουργοκεντρικό μοντέλο σε ένα σύστημα με δημοκρατικά αντίβαρα και λογοδοσία.
Χρειαζόμαστε ένα Σύνταγμα που δεν θα κατοχυρώνει τα συμφέροντα συντεχνιών και ομάδων πίεσης.
Χρειαζόμαστε ένα νέο και σταθερό εκλογικό σύστημα με ολιγοεδρικές περιφέρειες και συνδυασμό λίστας και σταυρού προτίμησης. Εκλογές κάθε τέσσερα χρόνια και σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης που θα χρειαστεί διάλυση της Βουλής, να απαιτείται πλειοψηφία δύο τρίτων. Οι εκλογές να γίνονται σε κάθε περίπτωση στο τέλος της τετραετούς προγραμματικής περιόδου, ακόμη και αν μεσολαβήσουν εκλογές. Να μπει δηλαδή τέλος σ’ αυτό το καταστροφικό για τη σταθερότητα και την οικονομία παιχνίδι διακυβέρνησης σε μόνιμο προεκλογικό κλίμα.
• Επανεξέταση Προνομίων και Ευθυνών των Βουλευτών:
Χρειαζόμαστε μια νέα «συμφωνία» για το πλαίσιο υποστήριξης του έργου του Βουλευτή. Αυτά τα οποία κρίνονται ως προνόμια των Βουλευτών να καταργηθούν – με πρώτη την βουλευτική σύνταξη ως πρόσθετης σε όσους Βουλευτές έχουν ήδη εξασφαλίσει άλλη. Το σημαντικό είναι να δώσουμε στον Έλληνα Βουλευτή όλα τα εργαλεία που χρειάζεται, από επιστημονική βοήθεια, εμπειρογνωμοσύνη, ανεξαρτησία και ασφάλεια, για να ασκεί επιτυχώς τα καθήκοντα του ως εκπρόσωπος του Έθνους.
• Διαύγεια στα Κόμματα – Αποσύνδεση από το Κράτος:
Τα κόμματα δημιουργούν χρέη με τα μεγαλύτερα να είναι υπερχρεωμένα. Η κρατική επιχορήγηση των κομμάτων είναι αυτονόητο μέσο για την προστασία του δημοκρατικού συστήματος, και ανεξαρτησία του από έξωθεν επιρροές. Πρέπει όμως να αντιστοιχείται με την κατάσταση στη χώρα, και να διασφαλισθεί καθεστώς απόλυτης διαφάνειας. Το πρόγραμμα «Διαύγεια» που εφαρμόζεται για την Κυβέρνηση και τους κρατικούς φορείς, θα πρέπει να επεκταθεί στα έσοδα και τις δαπάνες των κομμάτων και κάθε επιχορηγούμενου από το Κράτος.
Παράλληλα δεν πρέπει να υπάρχει καμία όσμωση του διοικητικού προσωπικού των κομμάτων με την κρατική διοίκηση. Γι’ αυτό πρέπει να τερματιστεί η πρακτική της απόσπασης δημοσίων υπαλλήλων στα πολιτικά κόμματα.
• Από τη Συντεχνία στο Συνδικαλισμό:
Είναι, ανάγκη και σε αυτό τον πυλώνα της Δημοκρατίας να υπάρξει ριζική αλλαγή αντίληψης και λειτουργίας, ώστε από τις αρνητικές για την κοινωνία συμπεριφορές, να μεταβούμε στις κοινωνικά δίκαιες διεκδικήσεις στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα.
Οι καταλυτικές αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, δημιουργούν ανάγκη για νέες προσεγγίσεις των θεμάτων των εργαζομένων, που αλλάζουν εκ των πραγμάτων τη δομή και τη λειτουργία του συνδικαλιστικού κινήματος.
Η ανάγκη διαφάνειας εσόδων και εξόδων αφορά και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις, ενώ τα ειδικά προνόμια αδειών, εξέλιξης, και αποζημιώσεων των συνδικαλιστικών ηγεσιών στο δημόσιο τομέα θα πρέπει να καταργηθούν.
Η επιλογή του συνδικαλίζεσθαι πρέπει να συναρτάται μόνο με εργαλεία τα οποία θα ενισχύουν τον ουσιαστικό ρόλο του συνδικαλιστή. Ριζική αλλαγή προς όφελος των εργαζομένων σημαίνει ανάληψη ευθύνης, δηλαδή διαπραγμάτευση που οδηγεί σε αποτέλεσμα.
• Αξιολόγηση τώρα, αξιολόγηση παντού:
Στον δημόσιο τομέα το μεγάλο στοίχημα για μια αποτελεσματική διοίκηση είναι η αξιολόγηση μονάδων και ατόμων από εξωτερικούς φορείς. Μονάδες που δεν υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον, με έργο αντίστοιχο των δημόσιων δαπανών θα πρέπει να καταργηθούν. Όσα άτομα έχουν τα προσόντα, τις ικανότητες και τη διάθεση, θα πρέπει να υποστηριχθούν σε ένα διοικητικό περιβάλλον με αξιοκρατία και στόχους και αξιοπρεπείς αποδοχές. Είναι αυτονόητο ότι δεν θα παραμείνουν όσοι δεν έχουν διάθεση και ικανότητα προσφοράς.
• Μείωση Γραφειοκρατίας:
Η καταπολέμηση της γραφειοκρατίας απαιτεί βούληση και στοχοθέτηση. Τα διοικητικά βάρη «κοστίζουν» στην Ελλάδα 6,8% του ΑΕΠ σε μεγέθη του 2007. Είμαστε οι απόλυτοι ουραγοί στους 27 της ΕΕ καθώς ο κοινοτικός μέσος όρος είναι 3,5%. Αυτό δεν είναι δυνατό να συνεχίζεται. Άλλοι τα κατάφεραν και πρέπει να μιμηθούμε το παράδειγμά τους.
Η βρετανική Κυβέρνηση ξεκίνησε το 2005 αντίστοιχο πρόγραμμα μείωσης των διοικητικών βαρών, το οποίο μέχρι το φθινόπωρο του 2010 είχε εξοικονομήσει περίπου 2,6 δισ. λίρες. Η ολλανδική Κυβέρνηση ξεκίνησε το 2003 να μετράει τα διοικητικά βάρη που απορρέουν από τη νομοθεσία για τις επιχειρήσεις και μέχρι το 2007 είχε καταφέρει να εκπληρώσει το στόχο της, εξοικονομώντας περίπου 4,1 δισ. ευρώ από το έμμεσο κόστος συμμόρφωσης των επιχειρήσεων με τη νομοθεσία, ενώ ταυτόχρονα αύξησε την παραγωγικότητα στον Δημόσιο τομέα κατά 1,7%.
Πρέπει και εμείς να θέσουμε μετρήσιμους στόχους και να κριθούμε ως προς την δυνατότητα υλοποίησής τους.
• «Γκιλοτίνα» στην Πολυνομία:
Μια ριζοσπαστική πρακτική που μπορούμε και πρέπει να υιοθετήσουμε, είναι η λεγόμενη ρυθμιστική γκιλοτίνα, βάσει της οποίας με νομοθετική πράξη ορίζεται το πλαίσιο με το οποίο η Κυβέρνηση, μέσα σε ένα με ενάμιση χρόνο να αναθεωρήσει και να καταργήσει κάθε παρωχημένη νομοθεσία ή να απλουστεύσει τη νομοθεσία που παραμένει. Αυτή την πρακτική έχουν ακολουθήσει πολλές αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Για παράδειγμα η Ν. Κορέα, μια από τις πιο ισχυρές οικονομίες του πλανήτη, κατήργησε το 50% της νομοθεσίας της και απλούστευσε το 22% αυτής. Οι συγκεκριμένες ενέργειες είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 1 εκατομμυρίου νέων θέσεων εργασίας και την εισροή 36 δισ. δολαρίων σε ξένες επενδύσεις. Την ίδια μέθοδο έχουν ακολουθήσει η Ουκρανία, το Μεξικό, η Κροατία και άλλες χώρες.
• Χρονικοί και Ποσοτικοί Στόχοι στη Δικαιοσύνη:
Η υπερσυσσώρευση εκκρεμών υποθέσεων στην Ελληνική Δικαιοσύνη θυμίζει το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας με το έλλειμμα και το χρέος. Χρόνο με το χρόνο προστίθενται ελλείμματα τα οποία διογκώνουν το συνολικό χρέος εξαϋλώνοντας τις δυνα-τότητες της οικονομίας και της κοινωνίας. Ενας φαύλος κύκλος που πρέπει να σπάσει.
Η εφαρμογή του νέου θεσμικού πλαισίου για τη γρήγορη απονομή δικαιοσύνης θα συμβάλει στην ελληνική Δικαιοσύνη, εφόσον συνοδευτεί άμεσα από την υλική και τεχνική υποστήριξη των δικαστηρίων και την πλήρη εισαγωγή της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης.
Η απονομή δικαιοσύνης αποτελεί και αναπτυξιακό πυλώνα μιας χώρας – «καρδιά» των κρατικών θεσμών. Η επίτευξη χρονικών και ποσοτικών στόχων στην προσέλκυση επενδύσεων, καθιστά επιτακτική μια μεταρρύθμιση για την ταχεία απονομή της δικαιοσύνης.
• Καταπολέμηση της Φοροδιαφυγής:
Χρειαζόμαστε μια ισχυρή οικονομική αστυνομία. Αυτό σημαίνει τη διάλυση των σημερινών διάσπαρτων υπηρεσιών με παρεμφερείς αρμοδιότητες και καθήκοντα και την ενοποίησή τους σε ένα σώμα με ανεξάρτητη ηγεσία και με ειδικές εξουσίες που θα λογοδοτεί στην Βουλή.
Στο θέμα καταβολής των φόρων, είμαστε, μαζί με τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, ουραγοί στην ΕΕ καθώς η φοροδιαφυγή κινείται στα επίπεδα του 30-35%. Το οικονομικό έγκλημα πρέπει να παταχθεί με κάθε κόστος και αδιαφορώντας για τα κροκοδείλια δάκρυα και τις ύποπτες κραυγές διαφόρων δυναμικών μειοψηφιών. Ο καιρός των ευχών πέρασε, ήρθε η ώρα των κάθετων παρεμβάσεων.
Επίλογος
Στο προαύλιο της Παλιάς Βουλής δεσπόζουν τα αγάλματα των δυο πρωταγωνιστών της: του Χαρίλαου Τρικούπη και του Θεόδωρου Δηλιγιάννη. Του ανορθωτή της Χώρας, που μέσα στην δίνη μιας οικονομικής κρίσης έχασε τις εκλογές, παρέδωσε στον δεύτερο, για να ακολουθήσει μια εφιαλτική 20ετία, – ακυβερνησίας, χρεοκοπίας, ανασφάλειας και εθνικών συμφορών – μέχρι την έλευση του Ελευθερίου Βενιζέλου.
Στις δυο πλευρές του κτηρίου, τα αγάλματα αυτά κοιτάζουν στις ακριβώς αντίθετες κατευθύνσεις, συμβολίζοντας έτσι τις μεγάλες τους αντιθέσεις, οι οποίες χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Είναι γνωστή η ρήση: «Όποιος δεν θυμάται την ιστορία είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει». Η ιστορία των ημερών μας δεν μπορεί και δεν πρέπει να γραφτεί μέσα από αντίστοιχες αντιθέσεις διότι τότε θα είναι μια ιστορία παρακμής και κατάρρευσης.
Η ανόρθωση, η επανεκκίνηση, ή όποια άλλη λέξη βρούμε για να εκφράσουμε την ελπίδα ότι θα σταθούμε ξανά στα πόδια μας, πιο ισχυροί από πριν, μπορεί να γίνει πραγματικότητα μόνο όταν όλοι θα κοιτάξουμε προς την ίδια κατεύθυνση, αποφασίζοντας να βάλουμε τους εαυτούς μας σε δεύτερη μοίρα μπροστά στο κοινό μας καλό και σε αυτό των νέων Ελλήνων και των μελλοντικών γενεών.
Η ευθύνη είναι πάνω μας.
Είναι το χρέος που έλαχε στη δική μας γενιά.