Η έννοια του κοινωνικού κράτους αποτελεί μια από τις θεμελιώδεις βάσεις της σύγχρονης μεταπολεμικής δημοκρατίας. Στον 21ο αιώνα, όμως, οι νέες δημογραφικές, οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις απαιτούν την αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε και εφαρμόζουμε τις αρχές της κοινωνικής προστασίας. Η μακροβιότητα, η γήρανση του πληθυσμού, η παιδική φτώχεια και η διαγενεακή ανισότητα αποτελούν μερικά από τα καίρια ζητήματα που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι σύγχρονες κοινωνίες, αναζητώντας λύσεις οι οποίες όχι μόνο θα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του κοινωνικού κράτους, αλλά θα το ενισχύουν και ως μοχλό ανάπτυξης.
Εξελίξεις που έχουν ήδη συμβεί και δεν είναι αναστρέψιμες σημαίνουν ότι όλοι οι άνθρωποι στις αναπτυγμένες χώρες θα ζήσουμε περισσότερα χρόνια, και μάλλον πολύ περισσότερα. Η ποσοτική μεταβολή είναι αδιαμφισβήτητη. Επηρεάζει (ή πρέπει να επηρεάζει) τον ατομικό προγραμματισμό: Ένας σημερινός νέος πρέπει να προγραμματίσει τη ζωή του λαμβάνοντας υπόψη ότι η πιθανότητά του να ξεπεράσει τα 80 (ή ακόμη και τα 90 ή 100) είναι περισσότερο από 50%. Από την άλλη, όμως επηρεάζει και τον κοινωνικό προγραμματισμό, αφού αυξάνει το μερίδιο μεγαλύτερων ατόμων στην κοινωνία: Τη δεκαετία 2020-30 οι ηλικίες που αυξάνουν ταχύτερα είναι αυτές μετά την συνταξιοδότηση (65-80), ενώ μετά το 2030 οι άνω των 80.
Η ποσοτική επέκταση – τα επιπλέον χρόνια – είναι βέβαιη. Αυτό που δεν είναι καθόλου σίγουρο είναι η ποιότητά τους: Θα είναι χρόνια υγιή και δημιουργικά, πηγή εμπλουτισμού της κοινωνίας; ‘Η μήπως θα προσθέσουν προβλήματα υγείας, ανημποριάς και οικονομικών προβλημάτων; Μήπως το όνειρο της μακροβιότητας αποδειχθεί τελικά εφιάλτης;
Οι οιωνοί για την Ελλάδα είναι αποκαρδιωτικοί. Στην Ελλάδα αυξάνεται το προσδόκιμο επιβίωσης – παραμένει ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με μεγαλύτερο προσδόκιμο (αν και η σχετική της κατάταξη φθίνει). Από την άλλη πλευρά, το προσδόκιμο σε καλή κατάσταση υγείας, συρρικνώνεται:
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ζουν περισσότερα χρόνια, αλλά χειρότερα.
Αυτή η κεντρική παρατήρηση δεν είναι τυχαία, ούτε συγκυριακή. Είναι αποτέλεσμα συστηματικής αγνόησης των κοινωνικών αλλαγών – το ότι η κοινωνία συμπεριφέρεται σαν να είχε ακόμη απέναντί της τα παλιά προβλήματα, σαν να μην είχε αλλάξει ο κόσμος. Με τον τρόπο αυτό, δυνητικά ευνοϊκές εξελίξεις (ότι όλοι ζούμε παραπάνω) μετατρέπονται σε εστίες προβλημάτων. Τα αδιέξοδα σε ένα τόσο υπαρξιακό πρόβλημα δεν αφορούν μόνο συλλογικά θέματα (δημοσιονομικά, θεσμικά) αλλά επεκτείνονται με δραματικό τρόπο σε ατομικά αδιέξοδα.
Η αντιστροφή αυτής της τάσης απαιτεί να εγκαταλειφθεί ο ‘αυτόματος πιλότος’. Απαιτείται ένα νέο μοντέλο στην κοινωνία αλλά και στην οικονομία – ένα νέο συμβόλαιο μεταξύ γενεών.
Ένα τέτοιο συμβόλαιο μπορεί να οικοδομηθεί πάνω σε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες σε μια σειρά θέματα που θα εντάσσουν κοινωνικές καινοτομίες σε μια συνολική αναπτυξιακή πρόταση. Οι πρωτοβουλίες αυτές συμπληρώνουν μακροχρόνια κενά στην κοινωνική προστασία και με αυτόν τον τρόπο μπορούν να προσδώσουν αναπτυξιακή ώθηση. Αντιμετωπίζουν δηλαδή την κοινωνική προστασία, όχι ως μια εκ των υστέρων αναδιανομή ενός οικονομικού περισσεύματος, αλλά ως αναπτυξιακά εργαλεία: κοινωνικές επενδύσεις που αποδίδουν οικονομικούς και κοινωνικούς καρπούς.
Χρειάζονται συνοπτικά πρωτοβουλίες σε τέσσερις τομείς της κοινωνικής προστασίας.
Γενικό σκεπτικό: Καθώς η γενιά του Πολυτεχνείου θα περάσει τα 80 (περί το 2030) θα βρεθεί αντιμέτωπη με κενό προστασίας: Ένα ανεπαρκές δημόσιο σύστημα (Βοήθεια στο σπίτι), οίκους ευγηρίας/αποθετήρια με ανύπαρκτες ποιοτικές προδιαγραφές και εποπτεία. Το κράτος θεωρεί ότι η οικογένεια θα ανταπεξέλθει – όπως και πριν. Όμως θα υπάρχουν λιγότερα παιδιά να προσέχουν τους γονείς τους, τα ανεβασμένα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης θα παρατείνουν την εργασιακή διαδρομή των γυναικών, ενώ η δυσανεξία στη μετανάστευση στερεί ανθρώπινο δυναμικό που θα μπορούσε να απασχοληθεί στο τομέα της φροντίδας. Ο κλάδος αυτός θα μπορούσε επιπλέον να εδραιώσει τη δραστηριότητα της μακροχρόνιας φροντίδας ως εξαγωγικό κλάδο – προσφέροντας ποιοτικές και ανταγωνιστικές υπηρεσίες σε ευρωπαίους και άλλους συνταξιούχους.
Το σημερινό κενό πολιτικής θα μπορούσε να αντικατασταθεί από ουσιαστικές πρωτοβουλίες:
Το πώς εξελίσσεται η γήρανση για κάθε άτομο επηρεάζεται πρωτίστως από δράσεις και επιλογές που συντελούνται πολύ πριν τη στιγμή που το άτομο φτάσει στη συμβατική ηλικία του γήρατος. Δηλαδή, αυτό που χρειάζεται είναι η προαγωγή της υγείας εκ των προτέρων και όχι καταπολέμηση ασθενειών εκ των υστέρων. Τούτο μπορεί να σημαίνει δράσεις πρόληψης, αλλά κυρίως συνίσταται σε δράσεις προώθησης της υγιεινής διαβίωσης. Οι ενέργειες θα πρέπει να γίνουν πολύ πριν εκδηλωθούν ασθένειες: στην ουσία, η υγιής γήρανση προδιαγράφεται από την παιδική ηλικία:
Το σύστημα συντάξεων έχει πλέον υψηλά όρια ηλικίας, τα οποία μάλιστα θα αυξάνουν ανάλογα με το προσδόκιμο επιβίωσης. Όμως, δεν υπάρχει αντίστοιχη δραστηριότητα προσαρμογής στον κόσμο της απασχόλησης. Δηλαδή, τη στιγμή που υποχρεώνονται (κυρίως οι γυναίκες) να εργάζονται παραπάνω, δεν υπάρχει μέριμνα ώστε να υπάρχουν θέσεις εργασίας στις οποίες θα δουλέψουν.
Προβληματισμός για την μελλοντική οικονομική κατάσταση των συνταξιούχων. Οι μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας 2010-20 υπό την πίεση των ελλειμμάτων είχαν τον χαρακτήρα έκτακτων παρεμβάσεων βάζοντας στο επίκεντρο δημοσιονομικά θέματα (ελλείμματα) και όχι την διαμόρφωση του εισοδήματος των συνταξιούχων. Στο εκβιαστικό πλαίσιο της εποχής συχνά δόθηκαν λύσεις “στα χαρτιά μόνο” ή παραπέμφθηκαν προβλήματα για επίλυση στο μέλλον. Η κυριότερη τέτοια δυσλειτουργία είναι ότι οι νέες συντάξεις που εκδίδονται μετά το μνημόνιο είναι (για αντίστοιχα έτη εισφορών) πολύ μικρότερες από αυτές των σημερινών συνταξιούχων. Αυτό σημαίνει ότι “λύθηκε” ένα παλιό πρόβλημα (ελλείμματα ταμείων) δημιουργώντας ένα νέο (χαμηλές συντάξεις). Αλλιώς, αντικαταστάθηκε ένα παλιό πρόβλημα βιωσιμότητας με ένα επάρκειας συντάξεων.
Τι σημαίνει αυτό; Αν δεν αλλάξει κάτι, θα έχουμε ένα αυξανόμενο πρόβλημα φτώχειας ηλικιωμένων – οι οποίοι μάλιστα θα έχουν μικρότερες δυνατότητες στήριξης από παιδιά (αφού πολλοί θα είναι άτεκνοι). Με τα σημερινά δεδομένα φαίνεται να υπάρχει το δίλημμα «φτώχεια ή ελλείμματα». Η τάση της κυβέρνησης είναι όποτε διαπιστώνεται ένα τέτοιο πρόβλημα, να χορηγείται ένα επίδομα ή να δίδεται κάποιο pass. Αυτό επιστρέφει στις χειρότερες πρακτικές της παλαιοκομματικής διαχείρισης.
Πώς μπορεί να διεμβολιστεί το δίλημμα; Πρέπει να πειστούν αυτοί που θα πάρουν τις συντάξεις να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες από τώρα προκειμένου να “γεμίσει το κενό”. Πρέπει να δοθούν κίνητρα σε αυτήν την κατεύθυνση.
Το σημαντικότερο όμως είναι να μην αποκρύπτεται το πρόβλημα στο όνομα του πολιτικού κόστους αλλά να εξεταστεί ανοικτά προκειμένου να μπορεί να υπάρξει κάποια αντιμετώπιση.
Οι γυναίκες είναι οι μεγάλες (και αφανείς) πρωταγωνίστριες της οικονομικής ανάπτυξης των τελευταίων 50 ετών. Οι μεταβολές των οικονομικών προοπτικών ακολούθησαν την ανάμειξή τους στην απασχόληση. Όμως, όπως φαίνεται από το χάσμα φύλου στην απασχόληση, στις αμοιβές και ακόμη περισσότερο στις συντάξεις (α) υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης ενώ (β) η πρόοδος έχει σταματήσει.
Η ενεργοποίηση της γυναικείας δυναμικότητας πρέπει να αντιμετωπισθεί ως ένα μεγάλο αναξιοποίητο αναπτυξιακό απόθεμα.Το οποίο μάλιστα συμβαδίζει και με κοινωνικό εμπλουτισμό.
Γνωρίζουμε δύο πράγματα που οδηγούν σε επείγουσες πρωτοβουλίες.
Το πρώτο είναι ότι οι γυναίκες που εργάζονται γερνούν καλύτερα – έχουν καλύτερη φυσική και ψυχική υγεία και είναι σε καλύτερη οικονομική κατάσταση. Το δεύτερο είναι ότι τη μεγαλύτερη ευεργετική επίδραση στην υγεία και στην ευδαιμονία των γυναικών μεγαλύτερης ηλικίας παίζει το περιβάλλον ισότητας: δηλαδή η εμπειρία καριέρας και το ιστορικό μιας ενδιαφέρουσας ζωής που προκύπτει από ελευθερία επιλογών – σε αντίθεση με την «απλή απασχόληση». Το «διά ταύτα» της πολιτικής είναι απλό: η ισότητα κάνει καλό στην επιδίωξη ποιοτικής μακροβιότητας. Τόνωση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας αλλά όχι μόνο: ευκαιρίες αναζήτησης πραγματικής επαγγελματικής σταδιοδρομίας.
Γυναίκες και υγεία: Τα γυναικεία θέματα αλλά και τα ειδικά θέματα που αντιμετωπίζουν στην πράξη οι γυναίκες στην υγεία συχνά υποβαθμίζονται ή και αγνοούνται.
Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο από την αλλαγή της δημογραφικής σύνθεσης, την κλιματική αλλαγή, το νέο εργασιακό περιβάλλον και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, 4 μεγάλης κλίμακας τάσεις (megatrends) οι οποίες μεταξύ άλλων επιδρούν σημαντικά στην ικανότητα σημαντικού πλήθους των πολιτών να εξασφαλίσουν το απαιτούμενο επίπεδο ανεκτής διαβίωσης.
Στις χώρες της Ε.Ε. το 2020 περίπου το 20% των παιδιών κάτω των 18 ετών αντιμετώπιζαν κίνδυνο φτώχειας ζώντας σε οικογένειες με εισόδημα κάτω του 60% του μέσου εισοδήματος προ των τυχόν επιδομάτων.
Στην Ελλάδα το ποσοστό παιδικής φτώχειας προσεγγίζει το ⅓. Είναι χρέος μας να δράσουμε άμεσα για να σταματήσει η ανοδική της πορεία και να σταθούμε δίπλα σε όσους το έχουν ανάγκη.
Προτάσεις: