Για την ανάγκη ριζικής αλλαγής στην αγροτική πολιτική της χώρας και την υιοθέτηση εθνικής στρατηγικής με πυλώνες τη διαχείριση της γης, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την αναχαίτιση της δημογραφικής κατάρρευσης μίλησε η Άννα Διαμαντοπούλου στο 2ο Cantina Academy, ασκώντας καίρια κριτική στις ελλείψεις, τις καθυστερήσεις και τις παθογένειες που –όπως είπε– έχουν οδηγήσει την ελληνική ύπαιθρο στην ερήμωση και την παραγωγή σε αδιέξοδο.
Η πρώην Επίτροπος και Υπουργός και νυν επικεφαλής πολιτικού στρατηγικού σχεδιασμού του ΠΑΣΟΚ επεσήμανε ότι η χώρα βρίσκεται πολύ πίσω τόσο στον τομέα της διαχείρισης της γεωργικής γης όσο και στην αξιοποίηση των ψηφιακών εργαλείων. Φέρνοντας ως παράδειγμα την περίπτωση της Ηλείας, αναφέρθηκε στην αποξήρανση της λίμνης Αγουλινίτσας στα Κρέστενα, η οποία πραγματοποιήθηκε πριν από 70 χρόνια και έκτοτε δημιούργησε ένα πλαίσιο άτυπης ενοικίασης γης, με αποτέλεσμα οι καλλιεργητές –όπως όσοι παράγουν φυστίκι στην περιοχή– να μην μπορούν να ενταχθούν σε προγράμματα ή να επενδύσουν με σταθερότητα, αφού τα ιδιοκτησιακά καθεστώτα παραμένουν θολά. Την ίδια στιγμή, η μείωση πληθυσμού σε πολλές περιοχές είναι ραγδαία και ανησυχητική: 40% στα Κρέστενα, 70% στο Πωγώνι, ενώ στη Δράμα, όπου η γεωργική γη έχει απορροφηθεί από φωτοβολταϊκά, η μείωση αγγίζει επίσης το 40%.
Όπως τόνισε η κα Διαμαντοπούλου, η αγροτική πολιτική δεν έχει υπάρξει ποτέ συνεκτική εθνική προτεραιότητα και αυτή η διαχρονική αποτυχία βαραίνει το σύνολο του πολιτικού συστήματος. Η ελληνική περιφέρεια βιώνει διπλή πίεση: από τη μία η βιομηχανία τροφίμων παρουσιάζει αξιοσημείωτη δυναμική, από την άλλη όμως ο ανθρώπινος και φυσικός πόρος εξαντλείται. Παρότι το Ταμείο Ανάκαμψης προέβλεπε δράσεις για την πράσινη ανάπτυξη και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, μόνο 18 έργα έχουν προχωρήσει ενώ τα περισσότερα παραμένουν σε αδράνεια, με τον χρόνο να πιέζει.
Η πρώην Υπουργός άσκησε ευθεία κριτική για την έλλειψη συνέχειας στις κυβερνητικές πολιτικές, διερωτώμενη πώς είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν σύγχρονες προκλήσεις όταν αλλάζει υπουργός κάθε εννέα μήνες και απουσιάζει μια συγκροτημένη εθνική στρατηγική. Σε αυτό το πλαίσιο, σχολίασε και τις δηλώσεις Χατζηδάκη για τη στρατηγική διαχείρισης των υδάτων, λέγοντας πως στην Ευρώπη παρουσιάζονται ετήσιες εκθέσεις από το 2004, ενώ στην Ελλάδα ακόμα εξαγγέλλονται προθέσεις.
Αναφέρθηκε επίσης σε σημαντικά προγράμματα εκπαίδευσης και κατάρτισης των αγροτών, τα οποία έχουν νομοθετηθεί από το 2014 αλλά δεν έχουν υλοποιηθεί ούτε σε ένα σημείο της χώρας. Αναρωτήθηκε γιατί δεν αξιοποιείται το διαθέσιμο επιστημονικό δυναμικό, όπως γεωπόνοι και κτηνίατροι, επισημαίνοντας ότι στην κτηνοτροφία υπάρχει έλλειψη ειδικευμένου προσωπικού, την ώρα που η αγορά κατακλύζεται από επαγγελματίες για κατοικίδια.
Η κα Διαμαντοπούλου στάθηκε με έμφαση στην ανάγκη ανανέωσης του αγροτικού πληθυσμού, σημειώνοντας ότι με αγρότες άνω των 65 ετών και χωρίς τεχνική εκπαίδευση, η προοπτική είναι περιορισμένη. Υπογράμμισε πως απαιτείται ένα νέο σχέδιο εκπαίδευσης και υποστήριξης νέων ανθρώπων, μέσα από τη δημιουργία ινστιτούτων και συνεργασιών με πανεπιστήμια. Παράλληλα, χαρακτήρισε απόλυτη προτεραιότητα τους αναδασμούς και τη συγκέντρωση γεωργικής γης σε εκμεταλλεύσιμες και ανταγωνιστικές εκτάσεις, ξεφεύγοντας από την αποσπασματική λογική των 10-15 στρεμμάτων.
Αναφερόμενη στην τεχνολογική πρόοδο, σημείωσε ότι ήδη στη γεωργία εισέρχονται νέες λύσεις, όπως ρομπότ για τη συγκομιδή, drones για άρδευση και παρακολούθηση της γης, και εργαλεία που απαιτούν επενδύσεις και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό. Υπενθύμισε, όμως, ότι στη χώρα οι επιδοτήσεις καταναλώθηκαν σε μεγάλο βαθμό, χωρίς στρατηγικό σχεδιασμό, και υπογράμμισε ότι η κρίση που πέρασε η Ελλάδα όφειλε να μας έχει διδάξει πως δεν μπορούμε να συνεχίσουμε με τον ίδιο τρόπο.
Σε ό,τι αφορά τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μίλησε για θεσμική στρέβλωση και διοικητική αδυναμία, υποστηρίζοντας ότι αν είχε εγκατασταθεί πλήρης ψηφιακή επιτήρηση, δεν θα υπήρχαν φαινόμενα καταστρατήγησης όπως αυτά που αποκαλύφθηκαν με την εκτροφή αρνιών στην Κρήτη. Αναρωτήθηκε γιατί η κυβέρνηση δεν προχώρησε στη μεταρρύθμιση του οργανισμού, όταν η ίδια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κρίνει ότι δεν μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί με την υφιστάμενη μορφή.
Κλείνοντας, η Άννα Διαμαντοπούλου τόνισε ότι η απάντηση στη διαχρονική κουλτούρα κακοδιαχείρισης είναι η ψηφιακή επιτήρηση και η λογοδοσία. Σημείωσε πως για το ΠΑΣΟΚ, η αγροτική παραγωγή αποτελεί αιχμή του δόρατος, καθώς σχετίζεται άμεσα με την επάρκεια, τη δημογραφική ανασυγκρότηση και την εθνική ανθεκτικότητα. Τόνισε ότι χρειάζονται πολιτικές που θα ενισχύουν την καλλιέργεια σε μεγάλες εκτάσεις, εξειδικευμένα προγράμματα για περιοχές με πληθυσμιακή κατάρρευση, και βαθιές τομές στο συνεταιριστικό μοντέλο, ώστε να δημιουργηθεί ένα νέο πλαίσιο συνεργασίας. Όπως είπε, «είναι απολύτως αναγκαίο το συνεταιρίζεσθαι, αλλά με διαφορετικό τρόπο – αλλιώς, απλώς δεν μπορούμε να προχωρήσουμε».
Περισσότερα στο Πρώτο θέμα