Άρθρο Άννας Διαμαντοπούλου στo BHMA – Κοινωνικές ανισότητες και πολιτικές προκλήσεις

Προκλήσεις για την εθνική και ευρωπαϊκή πολιτική

Ο φόβος ότι ο υπερσυγκεντρωμένος πλούτος απειλεί τη κοινωνική συνοχή δεν είναι καινούργιος.  Από τον Σόλωνα έως τον Αριστοτέλη, η αρχαία γραμματεία μάς υπενθυμίζει πως οι ακραίες ανισότητες γεννούν στάσεις και υπονομεύουν τη δημοκρατία.

Στη σημερινή Ευρώπη της γήρανσης, της αύξησης των ανισοτήτων, των αυξημένων αμυντικών δαπανών και της πράσινης μετάβασης, το ζήτημα αναδύεται ξανά: πώς θα χρηματοδοτήσουμε ένα ανθεκτικό κοινωνικό κράτος χωρίς να επιβαρύνουμε υπερβολικά την εργασία και την επιχειρηματικότητα;

Ανατρέχω εδώ στην  εμπειρία μου  για τον φόρο στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές  στην βάση του φόρου Tobin.

Ως επίτροπος είχα τότε συμβάλει με επιμονή στην πρόταση της Βελγικής Κυβέρνησης  επι Γαλλικής Προεδρίας για ένα ελάχιστο τέλος στις διεθνείς κεφαλαιακές ροές που αποσκοπούσε στον περιορισμό της κερδοσκοπίας και στη χρηματοδότηση παγκόσμιων δημόσιων αγαθών. Εφαρμόστηκε μερικώς από κάποιες χώρες, όμως ως φιλοσοφία παραμένει επίκαιρη.

Η απάντηση δείχνει προς μια προοδευτική, συντονισμένη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου – μιας φορολογικής μεταρρύθμισης που αναγνωρίζει τη συμβολή όσων πέτυχαν μέσα από δουλειά, ευφυΐα και ρίσκο, αλλά ζητά μια δίκαιη συμμετοχή τους στη διατήρηση της κοινωνικής ισορροπίας και της δημοκρατικής σταθερότητας.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση  και η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε τρεις παράλληλες προκλήσεις:

  • Τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, καθώς τα δημόσια χρέη αυξάνονται και οι ανάγκες για επενδύσεις  στην τεχνολογία, την έρευνα, την άμυνα μεγαλώνουν
  • Τις ανισότητες, καθώς το πλουσιότερο 1% των Ευρωπαίων κατέχει πάνω από το 30% του καθαρού πλούτου και
  • Τα δημόσια αγαθά, όπως το κλίμα και η υγεία, η παιδεία και η κοινωνική προστασία , που απαιτούν σταθερή και κοινή χρηματοδότηση.

Σε αυτό το περιβάλλον, η συζήτηση για μια συμβολή του πλούτου δεν είναι μόνο ιδεολογική επιλογή , είναι αναγκαιότητα διακυβέρνησης. Οι προτάσεις του Ζουκμάν για έναν ετήσιο φόρο 2% σε περιουσίες άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ δεν είναι πολιτικό πυροτέχνημα, Έχει πίσω του ισχυρή τεκμηρίωση. Δεν είναι τυχαίο ότι κορυφαίοι νομπελίστες οικονομολόγοι έχουν ταχθεί υπέρ της φορολόγησης του μεγάλου πλούτου.

Ο Paul Krugman (2008) υποστηρίζει πως η δίκαιη συμβολή των υπερπλουσίων είναι όρος επιβίωσης της δημοκρατίας. Ο Angus Deaton (2015) μιλά για αναδιανομή που αποκαθιστά τη νομιμοποίηση του συστήματος. Οι Abhijit Banerjee και Esther Duflo (2019) θεωρούν ότι οι πλούσιοι μπορούν να συνεισφέρουν χωρίς να πληγεί η ανάπτυξη, ενώ ο Jean Tirole (2014) ζητά κοινά ευρωπαϊκά πρότυπα διαφάνειας. Ο Thomas Piketty, αν και δεν είναι νομπελίστας, έθεσε με το έργο του «Κεφάλαιο στον 21ο αιώνα»  τη θεωρητική βάση για αυτή τη συζήτηση: χωρίς έναν προοδευτικό φόρο στον πλούτο, ο καπιταλισμός κινδυνεύει να μετατραπεί σε φεουδαρχία, όπου η κληρονο-μημένη περιουσία υπερισχύει της προσπάθειας και της δημιουργικότητας.

Υπάρχουν και αντίθετα επιχειρήματα όπως του Aghion(2025) που θέτει το θέμα των κινήτρων και αντικινήτρων για την καινοτομία. Όμως δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο ότι διεθνείς οργανισμοί, όπως ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ,  έχουν θέσει στην ατζέντα τους τη δικαιότερη φορολόγηση και τη φορολογία πλούτου.

Στην Ελλάδα πρόσφατα ο Ν. Χριστοδουλάκης κατέθεσε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι με ένα πολύ μικρό φόρο στον πολύ μεγάλο πλούτο μπορούμε να έχουμε κοινωνικό αποτέλεσμα και ο Μ. Σάλας μίλησε για καθιέρωση ενιαίου φόρου  0,6–0,7% καθαρής περιουσίας με εξαίρεση την πρώτη κατοικία, την αφαίρεση των δανείων, και μη φορολογούμενο όριο ένα εκατομμύριο. Βέβαια, χωρίς ευρωπαϊκό συντονισμό, ο κίνδυνος «φορολογικού τουρισμού» παραμένει υπαρκτός αλλά όχι υπερβολικός. Γι’ αυτό απαιτούνται ελάχιστοι κοινώς αποδεκτοί συντελεστές και μηχανισμοί ανταλλαγής πληροφοριών που θα καθιστούν την φοροαποφυγή ασύμφορη.

Το 2022,  με την έκθεση της Επιτροπής Σοφών για «το Μέλλον του Κράτους Κοινωνικής Προστασίας και Πρόνοιας στην ΕΕ» στην οποία είχα την τιμή να προεδρεύω, υποβάλαμε τρεις βασικές συστάσεις που αφορούν την χρηματοδότηση του Κοινωνικού Κράτους.

  • διεύρυνση της φορολογικής βάσης και μετατόπιση βάρους από την εργασία προς το κεφάλαιο και τον πλούτο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα πρέπει να συντονίσει τις προσπάθειες των κρατών-μελών για την εφαρμογή μιας κοινής πολιτικής σχετικά με τη φορολογία του κεφαλαίου και την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής.
  • ευρωπαϊκή συμφωνία ελάχιστων συντελεστών για να σταματήσει ο φορολογικός ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών μελών
  • εφαρμογή του «χρυσού κανόνα» κοινωνικών επενδύσεων, ώστε ο κρατικός δανεισμός να εξαιρείται από το δημοσιονομικό έλλειμα όταν χρηματοδοτεί παιδεία, υγεία και παιδική φροντίδα υπό συγκεκριμένους όρους.

Ένα Κράτος Πρόνοιας που δεν αναδιανέμει μόνο, αλλά και επενδύει, είναι ο πυρήνας μιας σταθερής δημοκρατίας.

Στην Ελλάδα, η φορολογική μεροληψία είναι εμφανής: οι μισθωτοί και συνταξιούχοι πληρώνουν σταθερά, ενώ μεγάλο μέρος των υψηλών εισοδημάτων φοροαποφεύγει. Παράλληλα, η γραφειοκρατία λειτουργεί σαν δεύτερος, αόρατος φόρος που αποθαρρύνει τις επενδύσεις. Η φορολογική δικαιοσύνη πρέπει να συνδυαστεί με διοικητική αποτελεσματικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της TFM, που μετρά τη γραφειοκρατία σε 97 χώρες, η Ελλάδα κατατάσσεται πρώτη παγκοσμίως στη διοικητική επιβάρυνση των επιχειρήσεων.

Η μεταρρύθμιση του κράτους, η ψηφιοποίηση, η λογοδοσία και το κατάλληλο και σταθερό νομικό και θεσμικό πλαίσιο είναι η βάση ενός δίκαιου φορολογικού  συστήματος..

Η εμπειρία δείχνει ότι για να είναι βιώσιμη μια μεγάλη αλλαγή χρειάζεται κοινωνικός διάλογος: ομάδες οικονομολόγων με αντιπαράθεση επιχειρημάτων, επιχειρηματίες, εργαζόμενοι, τοπική αυτοδιοίκηση και οι νεότερες γενιές. Η φορολογία του μεγάλου πλούτου δεν μπορεί να είναι μια τεχνική-διοικητική απόφαση. Χρειάζεται σε βάθος γνώση των λειτουργιών της οικονομίας και των συνεπειών μιας απόφασης

Η σημερινή πολιτική πλειοψηφούσα αντίληψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου αλλά και της Ελληνικής κυβέρνησης δεν επιτρέπουν να ανοίξει αυτή η συζήτηση. Αλλά αυτή είναι η πραγματικά  προοδευτική συζήτηση.

Το ΠΑΣΟΚ ως το κόμμα της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας  μπορεί να θέσει το θέμα στο S&D και στη συνέχεια στους Ευρωπαϊκούς θεσμούς. Γιατί μια τέτοια προσπάθεια είναι θεσμική , είναι ουσιαστική μεταρρύθμιση και σε αντίθεση με την συντηρητική ακινησία ή προτάσεις όπως για ταμεία συνεισφοράς πλουσίων.