Παρουσίαση βιβλίου Θανάση Θ. Νιάρχου με θέμα: «ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙ» – Σημεία Ομιλίας Άννας Διαμαντοπούλου

Δευτέρα 10/11/2025

Θα ξεκινήσω από κάτι που γράφει ο ίδιος ο Θανάσης:

«Σας είδα», λένε σε όσους εμφανίζονται στην τηλεόραση.

«Σας διάβασα», λένε σε όσους γράφουν στην εφημερίδα.

Ο Θανάσης Νιάρχος είναι ο άνθρωπος του «σας διάβασα».

Και αυτό είναι μια επιλογή συνειδητή.

Δεν είναι η άμεση εικόνα, δεν είναι η άμεση έκθεση.

Είναι η επιλογή του αναγνώστη.

Είναι κάποιος που επίλεξε να αγοράσει μια εφημερίδα, να σταθεί, να διαβάσει, να ακολουθήσει τον  στοχασμό ενός άλλου ανθρώπου.

Και τώρα, στον τίτλο: Το Αντικλείδι.

Νομίζω ότι εδώ, μας προτείνει ένα κλειδί για να ξαναμπούμε στον δημόσιο χώρο από μια άλλη  οπτική γωνία.

Όχι από την πόρτα των κραυγών, των συνθημάτων, της πόλωσης.

Αλλά από την πόρτα της καθημερινής πράξης.

Από τον δίπλα άνθρωπο.

Από τη λεπτομέρεια, την προσοχή στο κοντινό.

Όχι στο «επάνω», ούτε στο «κάτω» — αλλά στο δίπλα.

Γιατί μέσα από τα κείμενά του γίνεται σαφές ότι αυτή είναι η πραγματική πολιτική.

Η ηθική των μικρών κινήσεων.

Η πολιτική της συμπεριφοράς.

Η πολιτική του βλέμματος που δεν αποστρέφεται.

Αυτό είναι το αντικλείδι του βιβλίου.

Έχουμε, λοιπόν, μπροστά μας ένα βιβλίο μικρό σε όγκο, αλλά μεγάλο σε βάθος.

Μια συλλογή επιφυλλίδων — δηλαδή, εκεί όπου η προσωπική σκέψη συναντά τη δημόσια σφαίρα.

Μικρές ιστορίες, αλλά μεγάλα συμπεράσματα.

Ένα βιβλίο που μας επαναφέρει, με ήρεμη αλλά αποφασιστική επιμονή, στην ευθύνη μας ως  ανθρώπων και πολιτών.

Στο κοινό μας σπίτι: τη δημόσια ζωή.

Γράφει κάπου ο Μένης Κουμανταρέας ότι ο Θανάσης Νιάρχος είναι «ο ακάματος πεζοπόρος».

Ο άνθρωπος που δεν παρατηρεί τον κόσμο από απόσταση.

Που κινείται, βλέπει, συνομιλεί, ζει ανάμεσα στους ανθρώπους — μέσα στις ανηφόρες και τις  τριβές της καθημερινότητας.

Αυτή η καθημερινότητα είναι το υλικό του.

Δεν τον ενδιαφέρουν τα μεγάλα γεγονότα όπως τα ονομάζουμε.

Για εκείνον, ένα προεκλογικό debate και η χαρά ενός Πακιστανού πλανόδιου πλύστη για ένα ευρώ  έχουν το ίδιο βάθος.

Γιατί εκεί βρίσκεται η αλήθεια: στην αξιοπρέπεια, στην αναγνώριση, στην προσοχή στον άλλον.

Εδώ η επιφυλλίδα δεν είναι απλώς ηθογραφία.

Είναι ανατομία.

Ανατομία της κοινωνίας, των αντιφάσεων, των πληγών — αλλά και των δυνατοτήτων της.

Ο Νιάρχος μάς δείχνει πως μια μικρή φράση — όπως το «Μπαμπά, μη τη μαμά» — μπορεί να  ανοίξει ολόκληρη συζήτηση για τη βία, την εξουσία, την οικειότητα.

Ή μια πρόσφατη επιφυλλίδα για τη Μανιάτισσα που χρειάζεται τρία πράγματα: ήλιο, λίγο φαγητό,  ένα μέρος να κοιμηθεί.

Είναι η δυνατότητα να αναδεικνύει τον καθημερινό διανοούμενο.

Και είναι σημαντικό ότι όλα αυτά τα λέει χωρίς διδακτισμό.

Δεν κουνάει το δάχτυλο.

Και — κάτι που προσωπικά θεωρώ συγκλονιστικό — δεν υπάρχει η λέξη “εγώ”.

Ο λόγος είναι προσωπικός, αλλά όχι εγωκεντρικός.

Η πολιτική εδώ εμφανίζεται ως ήθος.

Η γλώσσα — ως ευθύνη.

Η λέξη — ως πράξη.

Η δημόσια σφαίρα — ως χώρος που ανήκει σε όλους.

Και το μήνυμα είναι καθαρό:

Το κοινό καλό δεν θα το υπερασπιστεί κάποιος άλλος για εμάς.

Ή το αναλαμβάνουμε εμείς, ή δεν υπάρχει.

Και τότε συμβαίνει κάτι:

Μια λέξη, μια σκηνή, μια εικόνα — κάνει ένα μικρό «κλικ» μέσα σου.

Μετακινείται ένας εσωτερικός δείκτης κατεύθυνσης.

Κοιτάς λίγο αλλιώς.

Πιο δίπλα.

Πιο ανθρώπινα.

Αυτό είναι το αντικλείδι.

Δεν είναι θεωρία.

Δεν είναι ηθικολογία.

Είναι αλλαγή στάσης.

Είναι η προσοχή στο πρόσωπο δίπλα μας.

Στον αόρατο που μπορεί να μας διδάξει.

Και αυτή η μετακίνηση — όσο μικρή — μπορεί να είναι η αρχή μιας μεγάλης αλλαγής.

Και τώρα θέλω να κλείσω με τον Κουμανταρέα, ακριβώς όπως το έγραψε,

«Το ταλέντο του ανθίζει στο στιγμιαίο σκίτσο που όμως προεκτείνεται σε συχνά απροσδόκητα συμπεράσματα και αναγωγές. 

Είναι ένας ηθικολόγος, με την καλύτερη σημασία του όρου, που με τη  ρομφαία του στηλιτεύει, σαρκάζει, μα που συγχρόνως απορεί και  πονά για τα όσα συμβαίνουν γύρω του, προσφέροντας σαν  αντίδωρο τις παρατηρήσεις του.» 

Και γι’ αυτές τις παρατηρήσεις,

για αυτό το βλέμμα που δεν αποστρέφεται,

για αυτή την πίστη στο «δίπλα»,

ευχαριστούμε, Θανάση Νιάρχο.